σταιτήϊα

σταιτήϊα
σταιτήϊα· πέμματος εἶδος, Hsch. [full] στα<ι>τίας· ἄρτου εἶδος, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταιτήϊα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + ηϊα (πρβλ. αριστ ήια)] …   Dictionary of Greek

  • σταιτουργός — ὁ, ἡ Α αυτός που φτειάχνει σταιτήϊα* [ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + ουργός* (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”